- ηλιογράφος
- οαστρονομικό όργανο για τη μέτρηση της διάρκειας της ηλιοφάνειας σε έναν τόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιογραφία — Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές. Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές… … Dictionary of Greek
ηλιογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιογραφία ή στον ηλιογράφο. επίρρ... ηλιογραφικώς με τρόπο ηλιογραφικό, με ηλιογραφία ή κατά την ηλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
φωτοηλιογράφος — ο, Ν αστρον. ειδικό ακίνητο τηλεσκόπιο για φωτογράφηση τού ηλιακού δίσκου και μελέτη τής χρωμόσφαιρας και τού φάσματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ηλιογράφος] … Dictionary of Greek